- νυμφοστολία
- νυμφοστολία, ἡ (Α) [νυμφοστόλος]ο στολισμός τής νύφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνονυμφοστολία — ή, Μ σεμνοπρεπής στολισμός τής νύφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + νυμφοστολία «στολισμός τής νύφης»] … Dictionary of Greek